Νικόλαος Σκαλκώτας, της Γεωργοπούλου Μαρίας (Β1)

Ο Νίκος Σκαλκώτας γεννήθηκε στη Χαλκίδα στις 8 Μαρτίου 1904. Η καταγωγή του ήταν από την Τήνο και από οικογένεια μουσικών με το επίθετο Σκαλκώτος. Ο πατέρας του Αλέκος, φλαουτίστας στη Φιλαρμονική της Χαλκίδας, άλλαξε το επίθετο της οικογένειάς του σε Σκαλκώτας, χάριν ευφωνίας. Άρχισε να μαθαίνει βιολί από την ηλικία των πέντε ετών και το 1910 η οικογένειά του μετακομίζει στην Αθήνα για να του προσφέρει την ευκαιρία πληρέστερης μουσικής μόρφωσης. Γράφεται στο Ωδείο Αθηνών και το 1918 αποφοιτά με την ανώτατη διάκριση («Χρυσό Μετάλλιο») για την ερμηνεία του στο «Κοντσέρτο για βιολί» του Μπετόβεν. Τα επόμενα χρόνια παίζει βιολί σε διάφορες εκδηλώσεις, ενώ ποιήματά του δημοσιεύονται στο περιοδικό «Νουμάς».
Το 1921 λαμβάνει υποτροφία από το Ίδρυμα Αβέρωφ για ανώτερες σπουδές βιολιού στο Βερολίνο. Γρήγορα, όμως, θα προσανατολιστεί στη σύνθεση, με δασκάλους τον Κουρτ Βάιλ, τον Φίλιπ Γιάρναχ και τον «πάπα της πρωτοπορίας» Άρνολντ Σένμπεργκ, ο οποίος τον εκτιμούσε ιδιαίτερα. Παραμένει μαζί του έως το 1931, χάρη σε νέα υποτροφία που του προσφέρει ο Εμμανουήλ Μπενάκης. Παράλληλα, παίζει βιολί σε ελαφρές ορχήστρες για να συμπληρώνει το εισόδημά του.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Βερολίνο γράφει πάνω από 70 έργα, τα περισσότερα από τα οποία έχουν. Παρά την εκτίμηση που τρέφει στον Σένμπεργκ, δεν ακολουθεί τυφλά το δωδεκαφθογγικό σύστημα του δασκάλου του, αλλά αναπτύσσει μια δική του απόλυτα πρωτότυπη παραλλαγή. Χωρίζοντας το 1931 με τη Γερμανίδα σύντροφό του, τη βιολονίστρια Ματίλντε Τέμκο, με την οποία έχει αποκτήσει δύο παιδιά, την Άρτεμη και ένα βρέφος που χάθηκε στη γέννα, ακολουθεί μια περίοδος δημιουργικής κρίσης που κρατάει έως το 1935.
Τον Μάιο του 1933 επιστρέφει στην Ελλάδα, Από την πρώτη στιγμή όμως που πατάει το πόδι του στην πατρίδα αντιμετωπίζει τον φθόνο και την καχυποψία του μουσικού κυκλώματος, παρότι είναι ήδη γνωστή η αξία του.
Στα μουσικά πράγματα της χώρας κυριαρχούν άνθρωποι συντηρητικών αντιλήψεων, που σχετίζονται με τη λεγόμενη «Εθνική Σχολή» και δεν μπορούν ή δεν θέλουν να κατανοήσουν τις νέες μουσικές προτάσεις του Σκαλκώτα. Ισχυρίζονται ότι γράφει ακαταλαβίστικη μουσική, που είναι αντίθετη με τους κανόνες που διδάσκονται στα ωδεία και διαδίδουν πως είναι τρελός. Ο μουσικολόγος και βιογράφος του Σκαλκώτα Γ. Γ. Παπαϊωάννου αποκαλεί τη συμπεριφορά τους απέναντι στον Σκαλκώτα «μεγάλη συμπαιγνία» και πιστεύει ότι το πληθωρικό του ταλέντο θα τους επισκίαζε και θα τους εξοστράκιζε από τις «καρέκλες» τους.
Όλες οι πόρτες ήταν κλειστές για τον Σκαλκώτα. Για να ζήσει, καταδέχεται να παίξει βιολί σε ένα από τα τελευταία αναλόγια της Κρατικής Ορχήστρας και αργότερα στις Ορχήστρες της Λυρικής και της Ραδιοφωνίας, παρά την αναμφισβήτητη αξία του ως βιολονίστα. Ως αντίδοτο, αρχίζει να συνθέτει πυρετωδώς: από το 1935 και ως το 1945 γράφει πάνω 100 έργα. Κλεισμένος στον δικό του κόσμο και αποκομμένος εντελώς από τις ευρωπαϊκές τάσεις αναπτύσσει ένα δικό του, εντελώς προσωπικό ύφος.
Το 1946 παντρεύεται την πιανίστρια Μαρία Παγκαλή και ένα χρόνο αργότερα έρχεται στη ζωή ο γιος τους Αλέκος, που διακρίθηκε ως ζωγράφος. Ακολούθησε μια νέα περίοδος δημιουργικής σιωπής, αλλά από το 1949 αρχίζει να συνθέτει με τους παλιούς του ρυθμούς νέα έργα και να ενορχηστρώνει παλιότερα. Πεθαίνει στις 20 Σεπτεμβρίου 1949 από επιπλοκές που προκάλεσε η αμελημένη περισφιγμένη κήλη του. Δύο ημέρες αργότερα γεννιέται ο δεύτερος γιος του, Νίκος, γνωστός ως πρωταθλητής Ελλάδας στο σκάκι.
Πεθαίνει άγνωστος και όσο ζούσε δεν άκουσε κανένα έργο του να παίζεται, εκτός από ελάχιστες εκτελέσεις των 36 Ελληνικών Χορών.
Ανακαλύφθηκε ως συνθέτης μετά τον θάνατό του, χάρη στην πρωτοβουλία φίλων και θαυμαστών του που ίδρυσαν την «Εταιρεία Φίλων Σκαλκώτα», για να διαφυλάξουν και να διαδώσουν το έργο του, που περιλαμβάνει πάνω από 170 έργα (κοντσέρτα, συμφωνικές σουίτες, μουσική δωματίου, χορούς και τραγούδια). Το 60% των προχωρημένων έργων του ακολουθεί ένα δικής του επινόησης δωδεκαφθογγικό σύστημα, ενώ το 40% ανήκει σε άλλα, «ελεύθερα» συστήματα σύνθεσης
Εκτός από τα προχωρημένα (ατονικά) έργα του, που αντιπροσωπεύουν πάνω από το 85% της παραγωγής του, περίπου ένα 12% αφορά σε απλούστερα, τονικά και τροπικά έργα, όπως οι περίφημοι «36 Ελληνικοί Χοροί για ορχήστρα» και το λαϊκό μπαλέτο «Η Θάλασσα», που ενσωματώνουν στοιχεία της ελληνικής δημοτικής μουσικής με ένα τρόπο τελείως προσωπικό και πρωτοποριακό.
Ο Σκαλκώτας επεδίωκε να συλλάβει την ουσία της και δεν ήθελε μόνο να αξιοποιήσει την εθνική μας κληρονομιά, όπως η πρώτη γενιά των συνθετών της «Εθνικής Σχολής».
Σήμερα, ο θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς συνθέτες του 20ου αιώνα. Ο Αυστροβρετανός μουσικολόγος και κριτικός Χανς Κέλερ σε ένα κείμενό του αναφέρει ως κορυφαίους συνθέτες του 20ου αιώνα τα τέσσερα «Σ»: Σένμπεργκ, Στραβίνσκι, Σκαλκώτας και Σοστακόβιτς.
Σύμφωνα με τον συνθέτη και μεγάλο μελετητή του έργου του Νίκου Σκαλκώτα, Γιάννη Γ. Παπαϊωάννου, το μουσικό έργο και η ανάπτυξη του ύφους του χωρίζονται σε τρεις περιόδους:
1η περίοδος (1927-1938): Περιλαμβάνει και την εποχή που ο Σκαλκώτας βρισκόταν στη Γερμανία. Χαρακτηριστικά έργα της Περιόδου: Οκτέτο (1931), Πιάνο Τρίο (1936), Συμφωνική Σουίτα Νο.1 (1929)
2η περίοδος (1938-1945): Ο Σκαλκώτας δημιουργεί έργα μεγάλης διαρκείας και συλλογές συντομότερων έργων. Χαρακτηριστικά έργα της Περιόδου: Κονσέρτο για Πιάνο και δέκα Πνευστά Όργανα (1939), Η Επιστροφή του Οδυσσέα (1942), 32 Κομμάτια για Πιάνο (1940)

3η περίοδος (1946-1949): Η περίοδος πριν πεθάνει. Δημιουργεί έργα με δραματικότερη και σκυθρωπή διάθεση. Χαρακτηριστικά έργα της Περιόδου: Η Θάλασσα (λαϊκό μπαλέτο) (1948-49), Ελληνικός Χορός σε Ντο Ελάσσονα (1949), Κονσερτίνο για Πιάνο (1948-49).








Επισκεφθείτε τον Μετεωρολογικό Σταθμό των Αρσακείων - Τοσιτσείων Σχολείων στο meteo.gr :



Quiz