Η Αγία Ελένη - Μαρκαντωνάτου Έλενα (Γ3)



Η Φλαβία Ιουλία Ελένη, επίσης γνωστή ως Αγία Ελένη, Ελένη Αυγούστα και Ελένη της Κωνσταντινουπόλεως, υπήρξε σύζυγος του Κωνστάντιου Α΄ του Χλωρού και μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Η Ελένη γεννήθηκε το 248 ή το 249 μ.Χ. στο Δρέπανο, στη σημερινή Γιάλοβα της Βιθυνίας. Ήταν ταπεινής καταγωγής, ο πατέρας της ήταν ξενοδόχος και ήταν εντελώς άγνωστες οι μητρικές της καταβολές.
Στο Δρέπανο και στο πανδοχείο του πατέρα της, γνώρισε τον νεαρό αξιωματούχο της Αυτοκρατορίας, Κωνστάντιο Χλωρό, ο οποίος και την ερωτεύτηκε . Η Ελένη αγάπησε και εκείνη τον ευγενή στρατιωτικό και το 270 μ.Χ. παντρεύτηκαν, με βάση πρόνοια ειδικού νόμου, ο οποίος επέτρεπε το γάμο αξιωματούχων με γυναίκες λαϊκής καταγωγής. Η Ελένη ακολούθησε το σύζυγό της στις εκστρατείες στη Γερμανία, τη Βρετανία κ.α. Περίπου το 274, στη Ναϊσσό της Μοισίας (σημερινή Νίσσα της Σερβίας), η Ελένη γέννησε το γιο τους, τον Κωνσταντίνο, τον μετέπειτα μονοκράτορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
 
Προκειμένου, όμως, ο Κωνστάντιος να προβιβαστεί από τον Διοκλητιανό σε Καίσαρα Γαλατίας, Ισπανίας και Βρεττανίας χώρισε την Ελένη και παντρεύτηκε την ανιψιά του Μαξιμιανού Θεοδώρα. Τότε, η Ελένη μαζί με τον γιό της Κωνσταντίνο παρέμειναν υπό φρούρηση του Διοκλητιανού και στη συνέχεια του Γαλέριου, για να μπορούν να ελέγχουν τον Κωνστάντιο. Ωστόσο, η ανάληψη του Καισαρικού αξιώματος από τον Κωνστάντιο λειτούργησε ευνοϊκά για την Εκκλησία, αφού ακόμη και κατά την περίοδο των διωγμών, που εξαπέλυσε ο Διοκλητιανός,  οι πιστοί σε αυτή την περιοχή δεν καταδιώχτηκαν. Επίσης, με την άνοδο του Χλωρού στο αξίωμα αυτό ανοίχθηκε ο δρόμος και για τον γιό του Κωνσταντίνο.
Η Ελένη επανήλθε στη δημόσια ζωή κατά την ανάδειξη του Κωνσταντίνου σε Καίσαρα το 306, οπότε ο Κωνσταντίνος την έφερε κοντά του στα Τρέβηρα και ακολούθως την πήρε μαζί του στη Ρώμη, όταν επρόκειτο να ανακηρυχθεί σε Αύγουστο. Η Ελένη ανακηρύχθηκε σε Αυγούστα από τον Κωνσταντίνο, όταν αυτός παρέμεινε μονοκράτορας νικώντας τον Λικίνιο, ενώ στην πορεία λειτούργησε ως σύμβουλος και συνεργάτιδά του. Αυτή η αγάπη και ο σεβασμός του Κωνσταντίνου προς την μητέρα του φάνηκε και με την ύψωση δύο στηλών στη μεγάλη πλατεία «Φόρος», η μία στο όνομα της Αγίας Ελένης και η άλλη στο όνομά του, και ανάμεσα τους ένας σταυρός, που έφερε την επιγραφή: «Εις Άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού πατρός, Αμήν». Επίσης, για να την τιμήσει, έκοψε νομίσματα με τ” όνομα και τη μορφή της και μετονόμασε το Δρέπανο σε Ελενόπολη.
Με τη στοργή και τη φρόνησή της έγινε για τον Κωνσταντίνο ο φωτεινός σύμβουλος κι ο αναντικατάστατος οδηγός. Με τη χριστιανική υπομονή της καλλιέργησε κι ατσάλωσε τον τραχύ χαρακτήρα του. Με τη φρόνιμη κι επίκαιρη επέμβασή της, τον βοήθησε να αποφύγει ένα σωρό άτοπα, στα οποία θα παρασυρόταν εξ αιτίας της τόλμης και της ορμητικότητάς του. Με την πνοή ακόμη και τον ζήλο της του ενεφύσησε τις χριστιανικές εκείνες αρετές που τον δόξασαν και δίκαια του προσέδωσαν τον τιμητικό και ζηλευτό τίτλο του Μεγάλου.
Η ίδια, παρά το απότομο ανέβασμά της, δεν περηφανεύτηκε. Έμεινε σ' όλη τη ζωή της η απλή, η ταπεινή και απέριττη χριστιανή. Η χριστιανή των έργων, της διακονίας, της δράσεως.
Με τους μακροχρόνιους διωγμούς ενάντια στους χριστιανούς οι πιο πολλοί ναοί που υπήρχαν είχαν μισογκρεμισθεί κι απογυμνωθεί από τα απαραίτητα στοιχεία για τη θεία λατρεία. Η «Αυγούστα» με δική της πρωτοβουλία και φροντίδα και με τα άφθονα χρήματα που προσφέρει, αρκετοί ναοί αρχίζουν να κτίζονται σε πολλά μέρη. Παρά την ηλικία της δεν διστάζει να αναλάβει και κουραστικά ταξίδια σε μακρινά τμήματα της απέραντης αυτοκρατορίας, για να ελέγξει και παρακολουθήσει τα έργα, που γίνονται. Οι χριστιανοί στο πρόσωπο της υποδέχονται, όχι απλώς την «Αυγούστα», αλλά τη μητέρα, την προστάτιδα της χριστιανικής πίστεως. Σε λίγα χρόνια με την άγρυπνη φροντίδα της περίλαμπροι ναοί υψώθηκαν όχι μονάχα σε πόλεις, μα και σε απόμερα χωριά.
Πέραν όμως της ζωής και του έργου της Αγίας Ελένης στο πλευρό του γιού της, το πιο σημαντικό γεγονός που σφράγισε την ίδια, ήταν η μετάβασή της στους Αγίους Τόπους. Εκεί σύμφωνα με την Παράδοση, κατόπιν θεϊκού σημείου, βρήκε τον Τίμιο και Ζωοποιό Σταυρό του Κυρίου το 326 μ.Χ. 

Μετά το Άγιο Πάθος της Μεγάλης Παρασκευής, οι σταυρωτές πέταξαν τον Τίμιο Σταυρό σε κάποιο λάκκωμα, εκεί κοντά στον Γολγοθά. Πάνω από αυτόν οι κάτοικοι πετούσαν κάθε μέρα τα σκουπίδια τους. Ο αυτοκράτορας της Ρώμης Αδριανός (118-138 μ.Χ.) φρόντισε να καλυφθεί ο Γολγοθάς κι έστησε επάνω σ' Αυτόν το άγαλμα της Αφροδίτης. Επάνω δε στον τάφο του Σωτήρος, που κι αυτός καλύφθηκε με χώματα, στήθηκε ένα άγαλμα του Διός. Εν τούτοις όμως, η αγία Ελένη με τον ζήλο και τις υπεράνθρωπες προσπάθειές της, κατόρθωσε τα φαινομενικά ακατόρθωτα. Το μέρος που πετάχτηκε ο Τίμιος Σταυρός αναγνωρίσθηκε με τη βοήθεια ενός λουλουδιού, του γνωστού μας βασιλικού, που βλαστούσε πάνω από τον τόπο, που έκρυβε τον Σταυρό.
Εκεί έβαλε κι έσκαψαν η αγία. Κι οι κόποι της βραβεύθηκαν πολύ γρήγορα. Κάποια μέρα οι εργάτες ανέσυραν από τα χώματα το ιερό σύμβολο μαζί με τους σταυρούς των δύο ληστών. Τον γνήσιο Σταυρό τον διέκριναν από ένα θαύμα που έγινε με τη δύναμή Του. Μια νεκρή αναστήθηκε μόλις το ευλογημένο Ξύλο άγγιξε το κορμί της. Τότε η αγία πλημμυρισμένη από χαρά κι αγαλλίαση κάλεσε τον επίσκοπο της Άγιας Πόλεως και ύψωσε τον Τίμιο Σταυρό, ενώ τα πλήθη των πιστών, με ευλάβεια έψαλαν το «Κύριε ελέησον».
Η Αγία έσπευσε να χρηματοδοτήσει το κτίσιμο εκεί του ναού της Αναστάσεως, ενός άλλου ναού επάνω από το Σπήλαιο της Γεννήσεως του Σωτήρος στη Βηθλεέμ και άλλων επάνω στο Όρος της Αναλήψεως και στο ορός Θαβώρ.
Με τον Τίμιο Σταυρό ξεκίνησε η Αγία Ελένη με το βασιλικό της καράβι για την επιστροφή στον γιο της. Θαλασσοταραχή δυνατή οδήγησε το καράβι στα νότια παράλια της Κύπρου, σ' ένα μικρό όρμο, κοντά στον οποίο χυνόταν ένας χείμαρρος, που από τότε ονομάστηκε Βασιλοπόταμο, δίπλα στο σημερινό Ζύγι.Κουρασμένη και ζαλισμένη η Αυγούστα από τη θαλασσοταραχή, διέταξε τους υπηρέτες της να στήσουν εκεί στην ακρογιαλιά τη βασιλική της σκηνή για να ξεκουραστεί.Στον ύπνο της είδε ένα όνειρο παράδοξο. Ένας νέος με αγγελική μορφή, ήρθε και στάθηκε δίπλα στο κρεβάτι της και της είπε ότι ήταν σταλμένος από τον Πανάγαθο Θεό για να της πει το θέλημά Του, δηλαδή να κτίσει σε αυτόν τον τόπο ναό, στον οποίο μάλιστα να τοποθετήσει τίμιο Ξύλο του Σταυρού, για να προσκυνείται και να δοξάζεται από τους κατοίκους. Ξύπνησε και με θαυμαστή γρηγοράδα για την ηλικία της κατέβηκε και έτρεξε στο μπαούλο μέσα στο όποιο είχε φυλάξει το Τίμιο ξύλο. Το άνοιξε με ευλάβεια και προσοχή για να βρει και να πάρει το Άγιο Ξύλο. Τίποτα όμως δεν βρήκε. Στις φωνές της έτρεξαν κι οι υπηρέτες της και έψαχναν κι αυτοί. Άκαρπες οι προσπάθειες όλων. Ξαφνικά λαχανιασμένος μπήκε στη σκηνή ένας υπηρέτης και είπε στην «Αυγούστα» ότι στην κορυφή ενός βουνού, φαίνεται μια παράξενη χρυσοκόκκινη φλόγα. Η Βασίλισσα είδε κι αυτή την παράξενη λάμψη και έστειλε τους υπηρέτες της να πάνε να εξετάσουν ποιο πράγμα ήταν εκείνο, που έδινε την ασυνήθιστη και παράξενη λάμψη. Μετά από ώρες γύρισαν οι υπηρέτες έχοντας στα χέρια τους το Τίμιο Ξύλο.
Συγκινημένη η Αγία Ελένη για όσα άκουγε κατάλαβε αμέσως ποιο ήταν το θέλημα του Θεού, έπρεπε εκεί στο βουνό να κτισθεί ο ναός και να προικοδοτηθεί με το τίμιο Ξύλο, για να θυμούνται όλοι το θαύμα του Εσταυρωμένου.
Τότε, η Αγία Ελένη με τους συνεργάτες της έκτισαν ναό τον οποίο εγκαινίασαν με το τίμιο Ξύλο και από τότε (327) το βουνό αυτό ονομάζεται Σταυροβούνι, όπου μέχρι σήμερα υπάρχει η ομώνυμη Ιερά Μονή.
Κατόπιν η Αγία αναχώρησε για την Βασιλεύουσα, όπου ο Κωνσταντίνος υποδέχθηκε τον Τίμιο Σταυρό, τους τέσσερις Ήλους (=καρφιά) και την μητέρα του με κάθε λαμπρότητα. Απ’ αυτούς τους τέσσερις Ήλους, οι δύο τοποθετήθηκαν στο Στέμμα, το οποίο φορούσε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος.
Η Αγία Ελένη κοιμήθηκε ένα χρόνο αργότερα, σε ηλικία περίπου 81 ετών. Ενταφιάστηκε με βασιλικές τιμές στη Ρώμη, στο μαυσωλείο της οδού Λαβικάνας. Αργότερα, το σώμα της μεταφέρθηκε στις κατακόμβες Πέτρου και Μαρκελλίνου. Η πορφυρή σαρκοφάγος που περιείχε το σκήνωμά της, σήμερα βρίσκεται στο μουσείο του Βατικανού.
Η Εκκλησία την ανακήρυξε αγία και ισαπόστολο. Η μνήμη της εορτάζεται από τους Ορθοδόξους, μαζί με το γιο της Κωνσταντίνο, στις 21 Μαΐου (την ίδια μέρα η μνήμη της εορτάζεται και από την Λουθηρανική εκκλησία), ενώ από τους Καθολικούς στις 18 Αυγούστου (η Καθολική Εκκλησία δεν έχει κατατάξει στους αγίους της το Μέγα Κωνσταντίνο).








Επισκεφθείτε τον Μετεωρολογικό Σταθμό των Αρσακείων - Τοσιτσείων Σχολείων στο meteo.gr :



Quiz